ἔφαλος

ἔφαλος
ἔφᾰλος, ον, (ἅλς B)
A on the sea, of seaports,

Κήρινθόν τ' ἔφαλον Il.2.538

, cf. 584, S.Aj.190 (lyr.);

οἰκία Philostr.Im.1.12

; ἡ ἔ. (sc. γῆ) the coast, Luc.Am.7.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • έφαλος — ἔφαλος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα, ο παράλιος (α. «Κήρινθόν τ ἔφαλον», Ομ. Ιλ. β. «ἔφαλος οἰκία», Φιλόστρ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ ἔφαλος (ενν. γῆ) η παραλία, η ακτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + άλος (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. αμφί… …   Dictionary of Greek

  • ἔφαλος — on the sea masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔφαλον — ἔφαλος on the sea masc/fem acc sg ἔφαλος on the sea neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐφάλοις — ἔφαλος on the sea masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εφάλιος — ἐφάλιος, ον (Α) έφαλος*. παράλιος, που βρίσκεται δίπλα στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἅλιος «θαλάσσιος» (< ἅλς «θάλασσα»), πρβλ. παρ άλιος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”